- μαζοχιστής
- ο, θηλ. μαζοχίστριααυτός που πάσχει από μαζοχισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masochiste (βλ. μαζοχισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαζόχας — ο, θηλ. μαζόχα μαζοχιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαζοχιστής κατά τα αρσ. σε ας] … Dictionary of Greek
μαζοχιστικός — ή, ό [μαζοχιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαζοχισμό («μαζοχιστική διάθεση») … Dictionary of Greek